Η αγάπη γεννιέται από την ίδια την αγάπη. Πενήντα έξι χρόνια πριν δυο φίλοι αδερφικοί συμφώνησαν να ενώσουν τις οικογένειες τους. Ο ένας ήξερε ότι θα έδινε την αδερφή του σε έναν άνδρα που θα την αγαπούσε και θα την προστάτευε σ’ όλη του τη ζωή κι ο άλλος γνώριζε ότι η αγάπη αυτή των δυο φίλων ήταν η αρχή για να δημιουργήσει μια οικογένεια που θα λάτρευε και θα τιμούσε ώσπου να κλείσουν τα μάτια του. Άγνωστη ήταν εκείνη την εποχή η 14η Φεβρουαρίου ως εμβληματική ημέρα των ερωτευμένων που τη γιορτάζουν πολλοί σήμερα, μα σημαδιακή για το ζευγάρι που ένωνε τη ζωή δυο νέων ανθρώπων. Μια έφηβη δεκαπεντάχρονη, που δεν είχε λόγο στην απόφαση του αδερφού της να ζήσει με έναν άνδρα δέκα χρόνια μεγαλύτερο της, κι ένας εικοσιπεντάχρονος που η τιμή του ήταν μεγάλη και θα κρατούσε τους όρκους αγάπης για μια ζωή ενώθηκαν με τα δεσμά του γάμου. Η ζωή στο ορεινό χωριό τους δεν ήταν εύκολη για κανέναν τους και έτσι ξενιτεύτηκαν. Δούλεψαν σκληρά σε μια χώρα αυστηρή κι έφεραν στον κόσμο ένα κοριτσάκι. Σε κάθε βήμα τους ήταν μαζί να στηρίζουν ο ένας τον άλλον. Εκείνος δεν έχανε ευκαιρία να βοηθήσει όποιον συμπατριώτη του έβρισκε στο δρόμο του που μόλις είχε κατέβει από το τρένο όπως είχε κατέβει κι εκείνος χρόνια πριν. Εκείνη τον φρόντιζε και καμάρωνε για την καλοσύνη που έδειχνε στους ανθρώπους. Ακούραστοι και οι δυο, δεν άφηναν ημέρα να πάει χαμένη που να μην είναι γεμάτη με δουλειά και αγάπη.

Κάποια μέρα το κάλεσμα της επιστροφής πίσω στην πατρίδα ήταν πολύ δυνατό για να μην το ακούσουν. Είχαν μαζέψει κάποιες οικονομίες όπως έκανε πολύ κόσμος εκείνη την εποχή κι έτσι γύρισαν στη γενέτειρά τους. Αγόρασαν ένα σπιτάκι και σύντομα το γέμισαν με τα γέλια, τις φωνές και το ποδοβολητό άλλων τριών κοριτσιών και η αγάπη τους μεγάλωσε μαζί με τη φαμίλια τους. Ανέλαβαν τους ρόλους που οι περισσότεροι της ηλικίας μας γνωρίζουμε από τους δικούς μας γονείς. Εκείνη καπετάνισσα στο σπίτι να φέρει βόλτα όλο το νοικοκυριό και την ανατροφή των τεσσάρων κοριτσιών κι εκείνος να κάνει δυο και τρεις δουλειές για να μην τους λείψει τίποτα από τα απαραίτητα και κάτι παραπάνω. Όταν πέθανε ο θετός του πατέρας, (αληθινό δεν γνώρισε ποτέ, έπεσε μαχόμενος στο Αλβανικό μέτωπο το ’40) πήρε κοντά του στο σπίτι του και τη μητέρα του. Έξι θηλυκά γύρω του κι αυτός, κι αν μετρήσουμε και το σκυλί τους επτά τα θηλυκά! Κι ο χρόνος κυλούσε άλλοτε με δυσκολίες, με γκρίνια και μαλώματα που έχουν όλες οι οικογένειες κι άλλοτε με τραγούδια, χορό και χαρές.

Έδωσε στα κορίτσια του αρχές στιβαρές. Ήταν αυστηρός μα και δίκαιος. Ήθελε τα παιδιά του να ζήσουν τίμια όπως έζησε κι αυτός. Να βοηθούν πάντα, να μην είναι οκνηρά. Να αντιμετωπίσουν την κοινωνία με το κεφάλι ψηλά και το κούτελο καθαρό, άνθρωπος ποτέ να μην έχει κακή κουβέντα να πει. Δεν ήταν άνθρωποι των γραμμάτων αλλά η παιδεία δεν έλειψε από το σπίτι τους. Κάποια μέρα ανάμεσα από όλες τις δουλειές που έκανε κατάφερε να γίνει επιστάτης σε ένα σχολείο. Έδειξε κι εκεί το μεγάλο ήθος του, και με τη φροντίδα που έδωσε απλόχερα σε τόσες χιλιάδες παιδιά που πέρασαν από το κυλικείο, του κέρδισε τις καρδιές τους. Κανένας μαθητής δεν τον ξέχασε ποτέ γιατί κανέναν μαθητή δεν άφησε αβοήθητο όταν είχε κάποια ανάγκη. Παλιοί απόφοιτοι του σχολείου του, χρόνια αργότερα, τον χαιρετούσαν στον δρόμο και του έσφιγγαν το χέρι εγκάρδια.
Κι έτσι περνούσαν τα χρόνια και τα κορίτσια του ζευγαριού άφησαν το σχολείο και πήγαν να σπουδάσουν, μα όσο κι αν μεγάλωναν, οι αρχές των γονιών τους δεν τους άφησαν και δεν τους πρόδωσαν ποτέ. Σύντομα πτυχία θα έφερναν πίσω και θα ξεκινούσαν την ενήλικη ζωή τους ένα βήμα τη φορά. Ακολουθώντας το παράδειγμα του πατέρα τους, έπιασαν κι αυτές δουλειά, έτοιμες να αρπάξουν τη ζωή και να την στύψουν, όπως είχαν δει να γίνεται τόσα χρόνια μέσα στο πατρικό τους. Και το ζευγάρι ήταν πάντα εκεί, δίπλα στα παιδιά του. Με κόπο και ιδρώτα, που λίγοι γνωρίζουν πλέον, δούλεψαν σκληρά για να φροντίσουν για τα βλαστάρια τους να έχουν κάτι στη ζωή τους, κι όλος ο κόσμος που τους γνώριζε μόνο μπράβο είχε να πει και να τους δείξει ως παράδειγμα προς μίμηση.

Μα όπως ήδη έχω πει η αγάπη γεννάει αγάπη κι άρχισαν να φθάνουν κι άλλοι στο κατώφλι του σπιτιού του ζευγαριού, ζητώντας να μεγαλώσουν την οικογένεια περισσότερο. Τι άλλο θα μπορούσε η αγάπη να προσφέρει εκτός από γέλια και χαρές; Αρραβώνες έγιναν, γάμοι ήρθαν, εγγόνια ακολούθησαν και το σπίτι τους δεν σταμάτησε ούτε δευτερόλεπτο να έχει μέσα ανθρώπους. Συγγενής, παιδιά, εγγόνια, φίλοι, κουμπάροι, συγχωριανοί όλοι περνούσαν από το σπίτι του ζευγαριού κι όλους φρόντιζαν να τους κεράσουν, να τους ευχαριστήσουν να τους δουν να φεύγουν με το χαμόγελο στα χείλη. Ήταν μαζί το ζευγαράκι όμως και στις δυσκολίες. Άνθρωποι έφυγαν, μάνες, πατέρες κι αδερφοί. Έφυγε κι ο καρδιακός ο φίλος του, ο υπεύθυνος για όλη αυτή την ιστορία, μα τι τα θες καλέ μου αναγνώστη αυτά έχει η ζωή. Κανέναν δεν ξέχασαν κι όλους τους τίμησαν στη ζωή και στο θάνατο.
Κι έτσι μια μέρα στον τοίχο της κάμαρας του, το ζευγάρι κορνιζάρισε έναν έπαινο. “Στον καλύτερο επιστάτη” έλεγε το κάδρο, που του το έδωσαν δώρο τιμής μαζί με τη σύνταξη του. Ώρα για εκείνον να ξεκουραστεί λιγάκι. Μα με τέτοια φαμίλια που είχε δίπλα του αυτό ήταν αδιανόητο.
– Μπαμπά θα με πας στο κέντρο να μη περπατάω;
– Παππού θα με πας στα αγγλικά;
– Πάμε άντρα στο σούπερ μάρκετ;
– Πεθερέ θα με βοηθήσεις με μια κατασκευή;
Δεν ξέμεινε ποτέ από δουλειές, αλλά του άρεσε πολύ κι όλο ήθελε να βάζει το χεράκι του και να μοιράζεται τη σοφία του. Ήταν και κομματάκι μαστροχαλαστής, ήταν και γνήσιος άνθρωπος της πατέντας κι η αποθήκη του ήταν γεμάτη εργαλεία, μπογιές, ξύλα, σίδερα και σύρματα. Τα μάζευε όλα γιατί “κάπου θα τα χρειαστώ”, έλεγε. Μ’ όλα καταπιανόταν. Και κήπο έκανε και δέντρα φύτεψε, μέχρι κι αναδάσωση έκανε πάνω στο χωριό του που αγαπούσε τόσο πολύ και που κάθε καλοκαίρι έπρεπε σίγουρα να περάσει κανένα μήνα εκεί όταν έπιαναν οι μεγάλες ζέστες.

Μαζί με τον καιρό όμως άρχισε να φεύγει σιγά σιγά και η υγεία του. Τα παιδιά του όμως τον είχαν από κοντά. Δεν τον άφησαν μόνο του ποτέ. Έτρεξαν παντού και για τα πάντα για αυτόν και τον πρόσεχαν σαν κόρη οφθαλμού. Το ίδιο και οι γαμπροί του όπου μπορούσαν να βοηθήσουν το έκαναν. Όλα αυτά τα χρόνια κανείς δεν φανταζόταν ότι είχε κάποιο πρόβλημα υγείας. Όρθιος πάντα στα πόδια του, πήγαινε στο καφενείο του και πείραζε τους φίλους στο τάβλι που παίζανε. Είδε με καμάρι τον μεγάλο του εγγονό να κρατάει το πτυχίο της νομικής και τον μικρό να τελειώνει από φαντάρος και να ακολουθεί τα βήματα του πατέρα του στο δρόμο της δουλειάς και του μεροκάματου. Εγώ μπήκα λίγο αργά στη ζωή του. Μέτρησα σχεδόν 12 χρόνια από τότε που τον γνώρισα. Γέμισε με την παρουσία του την άδεια θέση του δικού μου πατέρα που έχασα νωρίς. Με δέχτηκε στην οικογένεια του σαν να ήμουν αίμα του. Πάντα ευγενικός κι ανοιχτοχέρης μου πρόσφερε αυτό που αγαπούσε όσο τίποτε άλλο στο κόσμο, ένα από τα κορίτσια του. Εκτός από εμπιστοσύνη, μου έδειξε και τον δρόμο που ακολούθησε με τη ζωή του που σιωπηλά ήταν ένα μάθημα ζωής. Μου έδειξε ότι η τιμιότητα είναι ένα προτέρημα που λίγοι πραγματικά κατέχουν, μα σ’ ακολουθάει για πάντα ότι και να συμβεί. Πενήντα έξι χρόνια πριν, μια κρύα χιονισμένη Κυριακή του Φλεβάρη ο Νίκος παντρεύτηκε τη Μεταξούλα. Πενήντα έξι χρόνια αργότερα, παρά μια μέρα, -ημέρα Σάββατο χιονισμένο- του είπαμε το στερνό αντίο μέσα στο χιόνι που τόσο λάτρευε. Αυτός είναι ένας μικρός φόρος τιμής για σένα, με πενήντα έξι φωτογραφίες αγαπημένε μας Πατέρα. Θα σ’ αγαπάμε για πάντα δίχως όρια όλοι μας.