Να περπατάς σε απάτητο χιόνι, ω Θεέ μου τι μοναξιά! Η ησυχία της βαρυχειμωνιάς να διακόπτεται απ’ την ανάσα σου μόνο.
Τι σαματάς!
Τα χνώτα σου ένα φάντασμα στην ασάλευτη φύση, κι οι σκέψεις σου βαριές από ψίθυροι θεριώνουν, βροντές. Του λευκού τη γαλήνη τριγύρω σου αλαζονικά διαταράσσεις με την παρουσία σου, δίχως να σκέφτεσαι ούτε τον ορατό ούτε τον αόρατο κόσμο που θέλει ν’ αναπαυτεί. Υπεροπτικά επιθυμείς να σηκωθεί απ’ τον ύπνο της η φύση για να κλέψεις την ηρεμία της νομίζοντας ότι θα την κατακτήσεις.
Πότε η φύση έχασε τη μάχη με τον άνθρωπο;
Αντίδωρο σου δίνει την παγωνιά και γρήγορα γυρίζεις πίσω, στη θαλπωρή του καυσόξυλου, να την κοιτάς απ’ το παράθυρο στη θύμησή σου φέρνοντας εκείνη τη στιγμή που εκεί έξω ένιωσες ηττημένος μα ζωντανός.