Κάποτε γνώριζα έναν άνθρωπο που τον θεωρούσα φίλο κι αδερφό. Δουλέψαμε μαζί στα νεανικά μας χρόνια, τον φιλοξένησα στο σπίτι μου και μοιραστήκαμε μαζί τα λιγοστά που είχαμε. Περνούσαμε εξαιρετικά με γέλιο, συζητήσεις, ταξίδια και πραγματική αγάπη για τη ζωή. Στο διάβα μας όμως χωρίσαμε κι εκείνος έφυγε για τα ξένα ενώ εγώ παρέμεινα πίσω προσδοκώντας κάθε ίχνος μηνύματος ή επίσκεψης. Πέρασαν τα χρόνια, αποκτήσαμε παιδιά, βάσανα και γερές δόσεις δυσκολίας ο καθένας μας και η καλή μας επικοινωνία χάθηκε στη ρουτίνα της καθημερινότητας και στην αδηφάγο χωρική απόσταση που μασουλάει τις σχέσεις των ανθρώπων. Με τα πολλά και τα λίγα όμως αναθερμάναμε τις σχέσεις μας χρησιμοποιώντας τα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας του διαδικτύου και ξαναβρήκαμε τις παλιές καλές φόρμες χαβαλέ και κουβέντας. Ώσπου ένα βράδυ σταμάτησε ο καλός μου φίλος να με συμπαθεί για λόγους περίεργους και αγνώστου πραγματικής φύσης…. πέρασαν μήνες…



Το πανί της μεγάλης οθόνης πρόσφερε απλόχερα κινούμενες εικόνες κινηματογραφικής απόλαυσης γεμάτες από εκπληκτική φωτογραφία παρουσιάζοντας το μυθιστορηματικό νησί Inisherin, τοποθετημένο φανταστικά, κάπου στα δυτικά παράλια της Ιρλανδίας. Ο σκηνοθέτης Martin McDonagh παρουσίασε μια εξαιρετική αλληγορία για τον Ιρλανδικό Εμφύλιο Πόλεμο, όμως στην επιφάνεια του το φιλμ έμοιαζε να παίζει την ταινία της δικής μου ζωής. Ο φίλος του πρωταγωνιστή έτσι απλά και από το πουθενά σταμάτησε να συμπαθεί τον άνθρωπο με τον οποίο μέχρι χθες μοιραζόταν την κοινωνική του ζωή. «Είσαι…» του είπε «… βαρετός και περιορισμένος άνθρωπος». Κι εκείνος έμεινε να ταλανίζεται με τις σκέψεις του και πως προέκυψε αυτό. Το τι συνέβη μετά θα ήταν κακή πρακτική για τους σινεφίλ να το αποκαλύψω εδώ οπότε σταματώ με την περιγραφή του έργου.

Πίσω στο σπίτι, ξαπλωμένος στο κρεββάτι κοιτούσα το λευκό του ταβανιού. Στο κέντρο του, το φως που διαχέονταν από το γυαλί του φωτιστικού ήταν απαλό και άπλετο. Μα όσο ταξίδευε προς τις γωνίες έχανε τη δύναμη του και σκοτείνιαζε. Έτσι σαν το φως ταξιδεύουν και οι σχέσεις των ανθρώπων. Λαμπρές, γεμάτες χαρά ξεκινούν με ενθουσιασμό, ανυπομονησία, συλλογικότητα και μοιρασιά. Στην πορεία μπορεί όμως να χαθούν και να επιστρέψουν στο σκοτάδι που προϋπάρχει του φωτός. Ξέρεις όμως ποιο είναι το περίεργο αγαπητέ μου αναγνώστη; Εκεί στην ύστατη γωνία το σκοτάδι υπάρχει μόνο για αυτούς τους δυο φίλους. Η πλάκα όμως του ταβανιού δεν σταματάει εκεί. Απλά συνορεύει με μια άλλη πλάκα που κι αυτή στις γωνίες της έχει σκοτάδι το οποίο γίνεται πιο αδύναμο όσο ταξιδεύει στο κέντρο του παρακείμενου ταβανιού.



Τίποτε δεν είναι γραμμένο με μελάνι στις σχέσεις των ανθρώπων. Το μόνο που μένει ως σταθερά είναι η μόνιμη σχέση που έχεις με τον εαυτό σου. Με αυτόν γεννήθηκες και με αυτόν ξυπνάς κάθε πρωί. Με αυτόν κοιμάσαι κι ονειρεύεσαι. Αυτός αποφασίζει πόσα θα προσφέρει και πόσα θα ζητήσει. Το σώμα ένα μηχανικό κλουβάκι που απλά φιλοξενεί αυτό που λέμε συνείδηση, εγώ, εαυτός. Όσο για τις φιλίες και τις σχέσεις, η στεναχώρια είναι εφήμερη όταν αυτε΄ς διακόπτονται. Από το σκοτάδι γεννιούνται όλες σιγά σιγά και γίνονται λαμπρά αστέρια στον ουρανό της ζωής μας.